Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

H ελαστική εργασία στην εκπαίδευση: Από τις προτάσεις του ΟΟΣΑ στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό.


του Χρήστου Ρέππα


Η κυβέρνηση του γ’ μνημονίου και της επιτροπείας των δανειστών, πιστή στη νεοφιλελεύθερη γραμμή του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυβέρνηση μειοψηφίας και πολιτικά απονομιμοποιημένη, «κατάφερε» κοινοβουλευτικά να περάσει το νομοσχέδιο – έκτρωμα για το προσοντολόγιο1 και το «νέο» τρόπο πρόσληψης αναπληρωτών και μονίμων εκπαιδευτικών. Στη διαδικασία της ψήφισης ο Υπουργός Παιδείας και οι αγορητές του ΣΥΡΙΖΑ το εμφάνισαν σαν ένα νομοσχέδιο που ανοίγει το δρόμο μόνιμων διορισμών στην εκπαίδευση. Βέβαια τα περί μόνιμων διορισμών τ’ ακούμε εδώ και κάποια χρόνια, από το 2014, και αυτό που έγινε και συνεχίζει να γίνεται είναι η επέκταση της εργασιακής ανασφάλειας με χιλιάδες προσλήψεις αναπληρωτών στα σχολεία κάθε χρόνο που αποτελούν τη φθηνή εργατική δύναμη της εκπαίδευσης και βρίσκονται συνεχώς κάτω από καθεστώς πολιτικής ομηρείας.

Η εργασιακή κατάσταση αυτού του κομματιού χειροτερεύει με τον καινούργιο νόμο. Ζώντας χρόνια στην εργασιακή περιπλάνηση από το ένα σημείο της χώρας στο άλλο, προσπαθώνας να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερα μόρια προυπηρεσίας, υποαμειβόμενο και στερημένο από βασικά κοινωνικά δικαιώματα, όπως π.χ το δικαίωμα στη μητρότητα, σήμερα βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της απόλυσης ακόμα και απ’ αυτή τη θέση της επισφαλούς εργασίας ή της υποβάθμισης στους πίνακες των υποψηφίων όταν δεν διαθέτει ή δεν μπορεί ν’ αγοράσει τα περίφημα ακαδημαϊκά προσόντα. Γιατί για αγορά πρόκειται, ακόμα και όταν αυτά προσφέρονται από δημόσια πανεπιστήμια, που σε μεγάλο βαθμό έχουν μεταπτυχιακά με δίδακτρα. Αγορά που θεσμοθετεί ένα νέο όριο επιλογής με καθαρά ταξικά χαρακτηριστικά. Eίναι τα δίδακτρα που πρέπει να καταβληθούν και αφορά εργαζόμενους που αμείβονται κάτω από το όριο της αξίας της εργατικής τους δύναμης, οι οποίοι καλούνται ν’ αναλάβουν οι ίδιοι τα έξοδα της εκ νέου εκπαίδευσης τους μετά το πτυχίο.
Η διαδικασία της απόκτησης των λεγόμενων ακαδημαϊκών προσόντων, πέρα από τον ανοιχτά ταξικό χαρακτήρα της ως προς το ποιος έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτή, είναι και μια διαδικασία «εμπορευματοποίησης του εαυτού»,2 διαδικασία διαμόρφωσης του εμπορεύματος εργατική δύναμη με αυξημένη αξία χρήσης που θα «πουληθεί» ανταγωνιστικά στην αγορά, αποκτώντας μια αυξημένη πιθανότητα πρόσβασης στην εργασία. Οι αναπληρωτές/αδιόριστοι καλούνται οι ίδιοι να «εμπορευματοποιήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους» και να εξασφαλίσουν όλα εκείνα τα «προσόντα» που οδηγούν σε ατομική βάση και ανταγωνιστικά σε αναβάθμιση του μορφωτικού τους κεφαλαίου. Ακόμα κι αν η διαδικασία αυτή γίνεται σε δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν παύει στον πυρήνα της λογικής της να είναι μια πρακτική ιδιωτικοποίησης/εμπορευματοποίησης αφενός γιατί το μεγαλύτερο μέρος των μεταπτυχιακών σπουδών αφορά εμπορευματοποιημένα μεταπτυχιακά και αφετέρου γιατί η επανεκπαίδευση μετατρέπεται από δημόσια λειτουργία και δικαίωμα (όπως ήταν στην περίπτωση των παλιών και καταργημένων διδασκαλείων) σε ατομική υποχρέωση των αναπληρωτών και αδιόριστων και σε αγορά προσόντων και μορίων. Πάνω στην αναβάθμιση των ακαδημαϊκών προσόντων στήνεται μια βιομηχανία ακαδημαϊκού καπιταλισμού3 αγοραπωλησίας μεταπτυχιακών τίτλων και ανοίγεται ένα καινούργιο πεδίο κερδοφορίας. Όσο κι αν ο Υπουργός Παιδείας προσπάθησε να υπερασπιστεί το σημερινό καθεστώς απόκτησης των ακαδημαϊκών προσόντων με το επιχείρημα ότι αυτά προσφέρονται και από τα δημόσια πανεπιστήμια, αποσιωπώντας το γεγονός ότι και στην περίπτωση αυτή τα μεταπτυχακά είναι με δίδακτρα.
Ο νέος νόμος είναι νόμος απολύσεων και όχι φυσικά μαζικών διορισμών. Είναι θεσμοθετημένη πρακτική ανακύκλωσης της ανεργίας. Το σώμα των ανέργων και των αναπληρωτών θεσμικά πλέον χωρίζεται σε κατηγορίες, προσοντούχων και η μια κατηγορία αναβαθμίζεται θεωρητικά σε βάρος της άλλης. Πρόκειται για μια θεσμοθετημένη πρακτική κοινωνικού δαρβινισμού και απόλυτης εξατομίκευσης, όπου ο καθένας ανταγωνίζεται τον άλλο ακόμα και για μια θέση εννιάμηνης σύμβασης και ενός πιθανού μελλοντικού μόνιμου διορισμού, ο οποίος βέβαια θα κριθεί στο επίπεδο της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και του αριθμού των διορισμών που θα γίνουν ή δεν θα γίνουν τα επόμενα χρόνια.
Η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών είναι βασική πλευρά διάλυσης του δημόσιου σχολείου. Ένα σχολείο που θα υπηρετεί την αγορά και το καπιταλιστικό κέρδος δεν μπορεί παρά να έχει εργασιακά ανασφαλείς εκπαιδευτικούς, υποαμειβόμενους και προπαντός χειραγωγημένους από την κρατική εξουσία.
Την ώρα που οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ έταζαν μόνιμους μαζικούς διορισμούς δημόσια και κατ’ επανάληψη όλα αυτά τα χρόνια, παρασκηνιακά σχεδίαζαν από κοινού με τον ΟΟΣΑ και την αλλαγή του συστήματος πρόσληψης με βάση τις υποδείξεις του συγκεκριμένου οργανισμού, αλλαγή που το πραγματικό της πρόσωπο καταγράφηκε στην έκθεση «Εκπαίδευση για ένα λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα». Η έκθεση πρότεινε την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο χώρο της ελαστικής εργασίας στην εκπαίδευση. Η πρόταση του ΟΟΣΑ είναι βέβαια πιο εφιαλτική από τις ψηφισμένες ρυθμίσεις του συριζαϊκού εκτρώματος: Προσλήψεις από τους Διευθυντές των σχολείων στα πλαίσια της αποκέντρωσης της εκπαίδευσης, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αντί για μόνιμους διορισμούς. Το Προσοντολόγιο είναι μόνο μία εφιαλτική εκδοχή της προσπάθειας για διάλυση των εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση. Ο ΟΟΣΑ έχει να κάνει και άλλα πιο εφιαλτικά δώρα. Και υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι να συνεχίσουν σ’ αυτό το δρόμο από το αστικό πολιτικό σύστημα των ημερών μας.
Ο ΟΟΣΑ παρεμβαίνει στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και του τρόπου πρόσληψης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με μια σταθερή πολιτική γραμμή, αυτή του νεοφιλελευθερισμού και της προώθησης καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση. Στόχος η διαμόρφωση μιας φθηνής εργατικής δύναμης και στον εκπαιδευτικό χώρο. Ταυτόχρονα επιδιώκεται η διαχείριση της μεγάλης ανεργίας που υπάρχει στο χώρο με στόχο πάντα την απόκρυψη της ευθύνης για τα πραγματικά αίτια της αδιοριστίας των εκπαιδευτικών και τη μετατόπισης της από την πλευρά του κράτους και των νεοφιλελευθερων πολιτικών στους ίδιους τους αδιόριστους. Το άνοιγμα του σκηνικού για την εδραίωση των νέων, ελαστικών εργασιακών σχέσεων ήταν ασφαλώς η κατάργηση της επετηρίδας διορισμών που γίνεται στο όνομα της αξιοκρατίας και της διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Από την αρχική φάση της εποχής των μνημονίων ο ΟΟΣΑ χαράσσει τη γραμμή της μείωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού αλλά και την αλλαγή του τρόπου διορισμού των εκπαιδευτικών. Στην έκθεση του 2018 «Για ένα Λαμπρό Μέλλον της Εκπάιδευσης στην Ελλάδα» που έγινε για λογαρισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ το ζήτημα των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει κεντρική θέση στην προβληματική και τους σχεδιασμούς του ΟΟΣΑ. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει ο οργανισμός αυτός του κεφαλαίου για θέμα της στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς και για τον τρόπο επίλυσής του:
«Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική, και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…..Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι – από μια μακροοικονομική άποψη, δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συμφωνήσει ότι μπορούν χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου να καλύπτουν τους μισθούς των αναπληρωτών (τυπικά, οι δαπάνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μισθούς αλλά εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γι’ αυτό δεν λαμβάνουν μισθό το καλοκαίρι).4
Χαρακτηρίζει ευφυή τη λύση από οικονομική και διοικητική άποψη να χρησιμοποιούνται αναπληρωτές στη θέση κενών οργανικών θέσεων οι οποίοι υποαμείβονται, απολύονται τους καλοκαιρινούς μήνες και έτσι δεν επιβαρρύνουν τον εθνικό κρατικό προυπολογισμό, ενώ κομμάτι των αναπληρωτών αμείβεται από χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου, όχι με μισθούς αλλά με αποζημίωση για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Εξασφάλιση επομένως μιας φθηνής εργατικής δύναμης που καλύπτει μόνιμες ανάγκες των σχολείων και που θα έπρεπε να έχουν καλυφθεί με μονιμους διορισμούς.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ενώ το πάγωμα των μόνιμων διορισμών χαρακτηρίζεται ως επιβλαβές για την εκπαίδευση και προτείνεται μια διαφορετική αντιμετώπιση του συστήματος των οργανικών θέσεων , δηλ. της μόνιμης και σταθερής εργασίας, αυτό που προκρίνεται είναι η μη επιστροφή στην προσέγγιση της προ κρίσης εποχής. Ουσιαστικά δίνεται το πράσινο φως για το προσοντολόγιο και την πλήρη απαξίωση του πτυχίου και της εργασίας των αναπληρωτών, δηλ. της προϋπηρεσίας.
« Είναι αλήθεια ότι ένα πλήρες πάγωμα των μόνιμων διορισμών είναι επιβλαβές για την εκπαίδευση. Εάν παραμείνει το σύστημα των οργανικών θέσεων, αυτό που χρειάζεται είναι ένα διαφανές και αντικειμενικό σύστημα κατανομής οργανικών ή μόνιμων θέσεων στις σχολικές μονάδες. Γι’αυτό μια απλή επιστροφή στην προ κρίσης προσέγγιση είναι μια πολιτική επιλογή που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες και απαιτεί βαθύτερη συζήτηση». 5
Στη συνέχεια τονίζεται ότι η λύση των μόνιμων διορισμών«όχι μόνο είναι ακριβή, αλλά θα επαναφέρει ακαμψίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο οι αναπληρωτές βοηθούν πολύ συχνά. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να αξιοποιήσουν την κρίση για να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, οι οποίες κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορεί να μην είναι διαθέσιμες». 6
Η ανυπαρξία διορισμών τη μνημονιακή περίοδο δεν είναι ένα απλό αποτέλεσμα των πολιτικών της λιτότητας που εφαρμόστηκαν σε βάρος του δημόσιου σχολείου και των εκπαιδευτικών, αλλά εκφράζει την προσπάθεια για συνολική και στρατηγικού χαρακτήρα αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση με μονιμοποίηση και επέκταση της ελαστικής εργασίας. Η αναφορά στο κείμενο του ΟΟΣΑ ότι «οι ελληνικές αρχές πρέπει να αξιοποιήσουν την κρίση» δείχνει και τον τρόπο που χρησιμοποιείται η κρίση για να προωθηθούν αναδιαρθρώσεις στο σύστημα εργασίας της εκπαίδευσης. Πρόκειται για μια προσπάθεια δημιουργίας υλικών προϋποθέσεων για την αλλαγή του εργασιακού χάρτη της εκπαίδευσης στα πλαίσια της συνολικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του σχολείου. Ο στρατηγικός αυτός χαρακτήρας εκφράστηκε τόσο με τα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ για την πρόσληψη αναπληρωτών στη δημόσια εκπαίδευση όσο και με τις παρεμβάσεις του ΟΟΣΑ στην ελληνική εκπαίδευση που αναφέρονται ειδικά στο ζήτημα αυτό καθώς και με τα σχέδια για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολείων που σταθερά στη νεοφιλελεύθερη λογική του ΟΟΣΑ δεν μπορεί παρά να σημαίνουν απολύσεις.
«Τα σχέδια βελτίωσης των σχολείων δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά χωρίς ειλικρινή αξιολόγηση της συνεισφοράς στην παιδαγωγική διαδικασία του κάθε εκπαιδευτικού και τελικά χωρίς μια διαδρομή διακοπής της απασχόλησης των αδύναμων εκπαιδευτικών»7
Τα σχέδια του ΟΟΣΑ δεν παραμένουν φυσικά στα όρια του σημερινού νόμου. Δεν αποτελούν μόνο σύστημα Προσοντολογίου αλλά συνδέονται με συνολικότερες αναδιαρθρώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Η αποκέντρωση της εκπαίδευσης αποτελεί συνολική, στρατηγικού χαρακτήρα πρόταση του ΟΟΣΑ, και μέσα σ’ αυτή εντάσσεται και η μελλοντική διαχείριση της εργασίας των αναπληρωτών. Το σχετικό απόσπασμα της Έκθεσης κάνει αναφορά στην παιδαγωγική αυτονομία, η οποία ερμηνεύεται ως θεσμική ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος στο επίπεδο της σχολικής μονάδας με τη δυνατότητα πρόσληψης εκπαιδευτικών από το σχολείο, μια πλήρη δηλαδή διάλυση της εργασιακής σχέσης και ανατροπής στοιχειωδών δικαιωμάτων που είναι αδύνατο να υπάρξουν έμπρακτα στο πλαίσιο μιας τέτοιου είδους πρόσληψης. Αναφέρει χαρακτηριστικά το σχετικό απόσπασμα της Έκθεσης :
«Η παιδαγωγική αυτονομία μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν πηγαίνει χέρι-χέρι με τη θεσμική αυτονομία και την ενίσχυση της θέσης των διευθυντών, την ικανότητά τους να αξιολογούν και να επιλέγουν το προσωπικό της σχολικής μονάδας. Χωρίς αυτή την κρίσιμη πλευρά, η παιδαγωγική αυτονομία δεν έχει νόημα»8
Ένα τέτοιο σύστημα θεσμοθετεί την απόλυτη αυθαιρεσία και την καταρράκωση κάθε έννοιας παιδαγωγικής αυτονομίας και ελευθερίας, μετατρέπει τον εκπαιδευτικό σε απόλυτα χειραγωγίσιμο αντικέιμενο της διοίκησης και των μηχανισμών της αγοράς και έχει ιστορικές αναλογίες με τα συστήματα πρόσληψης των αρχών του 19ου αιώνα. Οι απόψεις του νεοφιλελευθερισμού και ΟΟΣΑ παραμπέμπουν σ’ έναν ιστορικό αναχρονισμό που καταδικάζει τον εκπαιδευτικό σε κοινωνική, οικονομική εξαθλίωση και παιδαγωγική ανελευθερία. Υπάρχει μια σχετική ιστορική αναλογία με την περιγραφή του B. Charlot:
«Ο δάσκαλος του 19ου αιώνα προσλαμβάνεται από τους τοπικούς παράγοντες, εποπτεύεται από τον ιερέα, μισθοδοτείται απευθείας από τους γονείς. Ζει φτωχικά, αναγκάζεται συχνά σε δεύτερη δουλειά … Εξάρτηση, λοιπόν επαγγελματική, οικονομική, ιδεολογική: ο δάσκαλος είναι έγκλειστος σ’ ένα περιβάλλον που δεν τον ταϊζει καλά και που συχνά τον περιφρονεί και τον ταπεινώνει… Αν υπάρχει κάποιος μέσα στη χώρα που υποφέρει από την κληρικοκρατία και από τον εγκλωβισμό σ’ έναν περιορισμένο χώρο, είναι ασφαλώς αυτός.» 9
Αν στη θέση του κλήρου τοποθετήσουμε τους χορηγούς των σχολείων και γενικά τους μηχανισμούς της αγοράς από τους οποίους θα έχει άμεση ή έμμεση επαγγελματική εξάρτηση ο εκπαιδευτικός (διοικητικοί managers, τοπική αυτοδιοίκηση στα πλαίσια της αποκέντρωσης του σχολείου) τότε μπορούμε να δούμε ότι το αποτέλεσμα της αναμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων, που προτείνουν ο ΟΟΣΑ και προωθούν οι μαθητευόμενοι στο νεοφιλελευθερισμό μάγοι του Υπουργείου Παιδείας, δεν είναι καθόλου μακριά από τη φιγούρα της επαγγελματικής και κοινωνικής εξαθλίωσης που περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα.
Το προσοντολόγιο κοινοβουλευτικά ψηφίστηκε και αποτελεί νόμο του κράτους. Το ίδιο έγινε και με αρκετούς άλλους νόμους, όπως ο 3848/2010 (νόμος Διαμαντοπούλου), που ουσιαστικά έμεινε στα χαρτιά, αλλά και εν μέρει με το νόμο 2525/97 (νόμος Αρσένη). Από την κοινοβουλευτική όμως επικύρωση του εκτρώματος μέχρι και την εφαρμογή του στην πράξη υπάρχει μια απόσταση που για να τη διανύσει η κυβέρνηση δεν θα είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση γι’ αυτήν. Το κίνημα που γνώρισε από τον περασμένο Μάρτη και κυρίως αυτές τις μέρες θα το βρει και θα το ξαναβρεί μπροστά της. Ο αγώνας για την ακύρωση του προσοντολογίου δεν σταματάει με κανένα τρόπο στην ψήφισή του. Δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αυτό το όριο για ένα αυθεντικό και ρωμαλέο εκπαιδευτικό κίνημα που ξεκίνησε με τις περσινές κινητοποιήσεις του Μάρτη του 2018 στο Υπουργείου Παιδείας, την κατάληψη του Υπουργείου στις 16 Μάρτη 2018 και κορυφώθηκε με τις μεγάλες κινητοποιήσεις αυτών των ημερών.

1 Για μια συνολικότερη θεώρηση του Προσοντολογίου Γ.Καλημερίδης , Για το Προσοντολόγιο του Υπουργείου Παιδείας , https://selidodeiktis.edu.gr/2019/01/06/

2 βλ.σχετικά Γ.Μαυρογιώργος , Αναπληρωτές «Νομάδες» Εκπαιδευτικοί: Πολιτικές και «Καλές Πρακτικές» εμπέδωσης σχέσεων ευέλικτης και επισφαλούς εργασίας ,www.alfavita.gr

3 Για την έννοια και τη σημασία του ακαδημαϊκού καπιταλισμού Περικλής Παυλίδης Η γνώση στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης , εκδ . επίκεντρο Θεσσαλονίκη , 2012 σελ. 149- 179

4 Εκθεση Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα 2018 «Εκπάίδευση για ένα Λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα» https://selidodeiktis.edu.gr/2018/04/21/

5 Εκθεση Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα 2018 «Εκπάίδευση για ένα Λαμπρό κλπ … οπ παρ. https://selidodeiktis.edu.gr/2018/04/21/

6 Εκθεση Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα 2018 κλ.π οπ. παρ.

7 Εκθεση Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό εκπαιδευτικό κ.λ.π , οπ.παρ.

8 Εκθεση Ο.Ο.Σ.Α για το Ελληνικό κλ.π , οπ.παρ.

9 Β.Charlot , Το σχολείο αλλάζει , Κρίση του Σχολείου και Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί , Αθήνα 1992 , σελ 124-125

ΠΗΓΗ: ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου