Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος | «Ένας άνθρωπος που έρχεται συνέχεια από τον Πύργο»…
Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
ΠΗΓΉ: Λέσχη Βιβλίων Αμαλιάδας
Θεωρεί ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία ως «μέγιστο μάθημα ήθους» (σελ. 23), ενώ γράφει, μεταξύ πολλών άλλων, για τον Μάριο Χάκκα: «Σχηματοποιώντας, κάπως, τα πράγματα μπορούμε να καθορίσουμε τρεις γωνίες, απ’ όπου ο Μάριος Χάκκας βλέπει τον κόσμο: μέσω της ηλικίας, της ήττας και της αρρώστιας. Ο καμβάς πλέκεται, κυρίως, ανάμεσα στα δύο πρώτα στοιχεία. Μόνον στο «Κοινόβιο» η αρρώστια παίρνει χαρακτήρα καθοριστικό» (σελ. 25).
Για τον Τάκη Δόξα εκφράζει τη γνώμη του με σαφήνεια και ευθύτητα, λέγοντας «ότι εκείνο που του έπρεπε ήταν το διήγημα» (σελ. 29). Δυστυχώς όμως, συνεχίζει, δεν το κατάλαβε ποτέ κι έτσι έφθειρε συγγραφικά τον εαυτό του, παραμένοντας, μ’ όλα ταύτα, ένα από τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας της Ηλείας μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Πώς να διαφωνήσει κανείς σ’ αυτά;
Στο κείμενό του: «Μερικά υπηρεσιακά του Ανδρέα Καρκαβίτσα», (σελ. 32-37), απορρίπτει, με τη δημοσίευση υπηρεσιακών εγγράφων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Λεχαινίτης πεζογράφος ήταν αξιωματικός-γιατρός του Πολεμικού Ναυτικού. Ο Καρκαβίτσας υπήρξε κανονικά μόνιμος υγειονομικός αξιωματικός του Στρατού.
Στο κείμενο για τον Τάκη Σινόπουλο υπάρχει μια μικρή, άνευ ιδιαίτερης σημασίας, ανακρίβεια: ο Τάκης Δόξας δεν «σκάρωσε» στον Πύργο, στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, το λογοτεχνικό περιοδικό «Οδυσσέας», αφού ο Δόξας ανέλαβε τη διεύθυνσή του από το πέμπτο τεύχος και μετά, και εκδιδόταν μέχρι τότε από τον «Πυργιώτικο Παρνασσό», με διευθυντή το Γιώργη Παυλόπουλο και γραμματέα σύνταξης τον Θόδωρο Βαρουξή.
Ο ρόλος του Γιώργη Παυλόπουλου είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη σύνταξη, έκδοση και στήριξη του περιοδικού, παρόλο που ο ίδιος, με την μετριοπάθεια που τον διέκρινε πάντα δεν τόνισε όσο θα έπρεπε το μέγεθος της προσφοράς του σε αυτό. Στο ίδιο κείμενο, οι λεπτομερείς αναφορές του σε φωτογραφίες θυμίζουν έντονα τον Ν. Γ. Πεντζίκη και τις περισπούδαστες ταξινομήσεις του.
Οι ταξινομήσεις, από την άλλη πλευρά, του Ηλία Πετρόπουλου φαίνεται ότι ασκούν σημαντικότατη έλξη και στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο. Φίλοι και συγγενείς εξ αγχιστείας είναι άλλωστε οι δύο συγγραφείς και ο ένας παρακολουθεί στενά το έργο του άλλου. Στο σχετικό κείμενο του βιβλίου (σελ. 44-53) παρακολουθεί, όσο πιο αναλυτικά μπορεί, τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα και το έργο του.
Γράφει, θέλοντας να στηλιτεύσει, με τον τρόπο του, τους διωγμούς που υφίστατο εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα ο Ηλίας Πετρόπουλος και το έργο του: «Το έργο όμως, του οποίου η συγκέντρωση, η καταγραφή, ο σχολιασμός και η έκδοσή του θα αποτελούσαν, αλλού, καρπό ομαδικής δουλειάς αρμοδίων φορέων (…) εδώ παραλείπεται να μελετηθεί.
Προφανώς ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται με το έργο του, αλλά με τη συμπεριφορά του, τον εικονοκλαστισμό του, τις προσωπικές του επιθέσεις, τους θυμούς, τα μαλώματα, ακριβώς όπως σε παληότερες κινηματογραφικές κριτικές εσπερινής εφημερίδας, όπου η ταινία απερρίπτετο διαρρήδην, οσάκις ο σκηνοθέτης, ή και ο πρωταγωνιστής, διέθεταν κάποιο βεβαρυμμένο κομμουνιστικό παρελθόν» (σελ. 51-52). Όπου απαιτείται, η γραφίδα γίνεται κνούτο και χτυπάει ανελέητα, ο κριτικός ειρωνικά σκωπτικός, ανελέητα σκωπτικός.
Ο Πύργος και η επαρχία, ο Καχτίτσης, ο Πεντζίκης, στρατιωτικοί γιατροί, ή σκέτοι στρατιωτικοί ή γιατροί, η καλή τυπογραφία, η ληστρική λογοτεχνία είναι μερικά από τα θέματα που ασκούν ισχυρή έλξη στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο.
Έτσι, από τον στρατιωτικό γιατρό και συγγραφέα Ανδρέα Καρκαβίτσα πάμε πολύ απλά και εύκολα στις «Αναμνήσεις 1867-1957» του χειρουργού Μαρίνου Γερουλάνου και την «Πόλη και τα σκυλιά» του Λιόσα και από τον μαγικό κόσμο του Καχτίτση στο μαγικό ρεαλισμό του Μαρκές, ήτον μαγικό υπερρεαλισμό του Πεντζίκη, του οποίου η παρουσία είναι κυριαρχική στο βιβλίο, γι’ αυτό και θα παραμείνουμε λίγο περισσότερο σε αυτόν. Προηγουμένως όμως επιτρέψτε μου να σχολιάσω μία παρατήρησή του για τη σχέση Μαρκές και Καχτίτση.
Γράφει για τον Μαρκές: «μερικές παράδοξες σκηνές, ανακαλούν στη μνήμη μου μερικά πρωτόλεια του Καχτίτση» (σελ. 84). Τελικά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν έχει μελετηθεί ακόμη πλήρως το φαινόμενο Νίκος Καχτίτσης. Όλοι μιλούν για επίδραση του Κάφκα, αντίληψη που, μάλλον, θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Δεν ξέρω αυτή τη στιγμή ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον Καχτίτση και τον Μαρκές ή τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία στο σύνολό της.
Ξαναδιαβάζοντας όμως πρόσφατα μερικά διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε και του Ντανιέλ ΝτεΦόε ανακάλυψα μία στενή συνάφεια με κείμενα του Νίκου Καχτίτση. Η αφηγηματική λειτουργία της μνήμης, η παραδοξολογία, το φανταστικό, το απρόσμενο, αλλά κυρίως η απίστευτη εμμονή και επιμονή στη λεπτομέρεια κατά τη διάρκεια της αφηγηματικής λειτουργίας, εμμονή στη λεπτομέρεια της περιγραφής των συναισθημάτων, των πραγμάτων, των σκέψεων, των προσώπων, των κινήσεων των ηρώων, του περιβάλλοντος χώρου, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι κοινά στοιχεία και στους τρεις συγγραφείς που προανέφερα.
Νομίζω ότι η τελική δημοσίευση του επιστολικού έργου του Καχτίτση στο σύνολό του, ιδιαίτερα εκείνο που αναφέρεται στους πιο στενούς από τους φίλους του, Παυλόπουλο, Σινόπουλο, Καψάσκη, θα μας οδηγήσει σε πρόσφορες, επιτυχείς και, ίσως, οριστικές λύσεις στο θέμα των επιδράσεων, των επιρροών και των σχέσεων του Ηλείου συγγραφέα με την αγγλόφωνη και ισπανόφωνη λογοτεχνία της αμερικανικής Ηπείρου.
Άκρατος, αλλά όχι άκριτος ο θαυμασμός και για τον Ν. Γ. Πεντζίκη, έναν συγγραφέα δύσκολο στη μελέτη αφού «όντας κομματιασμένος και ο ίδιος, μόνο εν διαστάσει μας επιτρέπει να αναζητήσουμε το σχήμα του» (σελ. 86). Παρά ταύτα, το πεζογραφικό του έργο, η ποίησή του, οι ζωγραφιές του, ο προφορικός του λόγος, οι ατελείωτες ταξινομήσεις του, οι ψηφαριθμήσεις του αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα και μεταξύ τους και με τον ίδιο τον Πεντζίκη, κατά τη σκέψη του οποίου «μέσω της μνήμης, όλα συντήκονται και καταλήγουν στη μοναδική του κιβωτό – την Εκκλησίαν» (σελ. 88).
Για το γλωσσικό του ιδίωμα παρατηρεί: «Χωρίς τα συμπλέγματα των φιλολόγων, με την ευφυΐα δε που τον διακρίνει, δεν χρειάσθηκε πολύ καιρό, για να καταλάβει την συνέχεια και την ενότητα της γλώσσας μας» (σελ. 91).
Το δεύτερο κείμενο, για τον ίδιο πεζογράφο: «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ένας συγγραφέας μονάχος (και μοναχός)», σελ. 93-99, περισσότερο υποκειμενικό από το πρώτο, έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν από άλλους συγγραφείς το δοκιμιακό λόγο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, που σε δυσκολεύουν, πολλές φορές, να τον εντάξεις πραγματικά και με πλήρη βεβαιότητα είτε στο δοκίμιο είτε στην αφήγηση, αφού τα έχει και τα δύο μέσα του.
Το δοκίμιο και το διήγημα του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, τις δύο μορφές του ίδιου προσώπου. Αρκετά διηγήματά του θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν δοκίμια και αρκετά του δοκίμια, όπως το προαναφερόμενο στον Πεντζίκη, το άλλο για τον Χάκκα, ή το «Ο Τάκης Δόξας, ο Πύργος και οι επίγονοι ή μη» καθώς και το «Ο Τάκης Σινόπουλος αμφί ρόας ποταμοίο και εν Περισσώ», εξαίρετα διηγήματα.
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου: «Σύντομες αναφορές», έχουμε ακριβώς αυτό που λέει και ο τίτλος, σύντομες δηλαδή αναφορές σε βιβλία που του κέντρισαν, για άλλους λόγους το καθένα, το ενδιαφέρον και την προσοχή. Μερικές από τις πιο καλές στιγμές του κριτικού του έργου βρίσκονται εδώ, σ’ αυτά τα μικρά, τα σύντομα κείμενα, που μέσα σε λίγες γραμμές μας έχει δώσει την ουσία και όχι μόνο του αντικειμένου που εξετάζει και κρίνει με ευθυκρισία επαγγελματική και κάποτε συναισθηματική.
Δυο τρεις κουβέντες για κάθε βιβλίο, που, βέβαια, δεν εξαντλούν το θέμα, δίνουν όμως το στίγμα του έργου, την ατμόσφαιρα, το κλίμα, το ύφος και παρακινούν τον αναγνώστη, τον προτρέπουν καλύτερα, σε μία πιο προσεκτική, μοναχική ανάγνωση.
Η Τρίτη ενότητα του βιβλίου: «Τα ληστρικά» (σελ. 127-154) περιλαμβάνει ένα εκτενές σχετικά κείμενο για το φιλολογικό είδος του παρελθόντος της ληστρικής λογοτεχνίας που κάποτε ήταν πλατειά διαδεδομένο, κυρίως μέσω των επιφυλλίδων σε συνέχειες των εφημερίδων και των περιοδικών λαϊκής κατανάλωσης, καθώς και μία βιβλιοκρισία.
Τα ληστρικά αναγνώσματα «γραμμένα σε μια μιξοκαθαρεύουσα με αμέτρητα τυπογραφικά, συντακτικά, ορθογραφικά κ. ά. Λάθη, φλύαρα και υποκριτικά, αποτελούν (εντούτοις) πολύτιμο καθρέφτη της ελληνικής ζωής –των ανθρώπων, των συνθηκών διαβιώσεως, των ηθών, της φύσης, αλλά μερικές φορές και παραπέρα: των κοινωνικών συνθηκών, της οικονομίας, της διοικήσεως, της δικαιοσύνης, της εξουσίας» (σελ. 138-139).
Ανατρέχει στα αίτια της ληστείας, στην απήχηση που έβρισκε κυρίως στους κύκλους των λαϊκότερων τάξεων των κατοίκων της επαρχίας, στα αναγνώσματα που περιέγραφαν με πνεύμα θαυμασμού τους βίους των ληστών, στην ευρεία κυκλοφορία τους και στην άθλια τυπογραφική τους εμφάνιση. Εξετάζει το φαινόμενο της ληστείας όχι μόνον ως ελληνικό, αλλά ως παγκόσμιο και όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στον κινηματογράφο.
Τα ληστρικά αναγνώσματα αποτελούν το δημοφιλέστερο από τα είδη της παραλογοτεχνίας. Αναφερόμενος διεξοδικά στο βιβλίο «Ληστές», το χαρακτηρίζει ως «κάτοπτρο της ελληνικής κοινωνίας» και καταλήγει: «Τα ψυχογραφικά και κοινωνιολογικά στοιχεία της πραγματείας ωθούν εμμέσως στην υποψία, ότι η Ληστεία μόνο υπό την κλασική της, παραδοσιακή μορφή, έχει στις ημέρες μας εξαφανισθεί» (σελ. 154).
Είναι καιρός πια να μελετηθεί σε όλες του τις πλευρές, ιστορικές, εθνικές, πολιτικές, εγκληματολογικές, κοινωνικές, οικονομικές κ. ά. το μεγάλο θέμα της ληστείας, το οποίο, στην Ελλάδα, σύμφωνα και με τη διαβεβαίωση του Θουκυδίδη, ανθεί από τα ηρωικά ήδη χρόνια της ελληνικής ιστορίας, και προσπορίζει χρήμα, τιμή και δόξα σε όσους το ασκούν ως επάγγελμα ή και ως λειτούργημα, όπως οι Κλέφτες της Τουρκοκρατίας παραδείγματος χάριν.
Η επόμενη ενότητα, η τέταρτη περιλαμβάνει μια σειρά κειμένων που αναφέρονται στον κινηματογράφο. Αντιμετωπίζει με ειρωνεία και σαρκασμό τον ελληνικό κινηματογράφο.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Δυο γνωρίσματα χαρακτηρίζουν, στις γενικές του γραμμές, τον σημερινό ελληνικό κινηματογράφο: Το πρώτο: δεν είναι ελληνικός. Το δεύτερο: δεν είναι κινηματογράφος» (σελ. 157).
Τον αρχικό σαρκασμό ακολουθεί αμέσως η τεκμηρίωση των όσων λέγει, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι ο αφοριστικός τρόπος γραφής δεν είναι ποτέ επιτυχημένος, εάν δεν ακολουθείται κατά πόδας από τις σχετικές, όσο και αναγκαίες, αποδείξεις ή τα ανάλογα επιχειρήματα, τα οποία δύσκολα θα μπορέσει να αντικρούσει κάποιος.
Συνεχίζει ακάθεκτος λοιπόν: «Δεν είναι ελληνικός, γιατί δεν κατάφερε (ή δεν θέλησε) να δώσει ίσαμε σήμερα ούτε μια γνήσια ελληνική στιγμή. Και δεν είναι κινηματογράφος, γιατί δεν είναι τέχνη, αλλά μια απαράδεχτη σύμβαση. Δεν υπακούει στην ιδιαίτερη νομοτέλεια, που επιβάλλει το αισθητικό αυτό είδος, αλλά χρησιμοποιεί (προχειρότατα) μόνο τα στοιχεία, που συνιστούν τη μορφή του.
Όλα του, έτσι, είναι ψεύτικα, φτιαχτά και επιτηδευμένα» (σελ. 157). Και το κατηγορώ συνεχίζεται αμείλικτο και αμείωτο, με το ίδιο πάνω κάτω ύφος, ως το τέλος του κειμένου που, ειρήσθω ως εν παρόδω, γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1962, στο περιοδικό «Αργώ» που έβγαινε τότε στην Καβάλα. Η ίδια αυστηρότητα, ειρωνεία και σαρκασμός υπάρχει και στα υπόλοιπα κείμενα που αναφέρονται στον ελληνικό κινηματογράφο. Λίγο υπερβολικός, βέβαια, αλλά όχι και πολύ μακριά από την κινηματογραφική πραγματικότητα της χώρας.
Το βιβλίο τελειώνει με τρία δοκίμια για τη γλώσσα, γραμμένα κατά σειράν στα 1977, 1981, 1982. Στο πρώτο, με πικρό χιούμορ, αναφέρεται στο λεξιλόγιο που δημιούργησε τα τελευταία χρόνια η μικροαστική νοοτροπία και η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Στο δεύτερο, «Άκανθες στη γλώσσα μας», που, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στη «Φιλολογική Καθημερινή» προκάλεσε πληθώρα αντιδράσεων, θετικών και αρνητικών, αναφέρεται στην, κατ’ αυτόν, εκβαρβάρωση της γλώσσας.
Αναφερόμενος στην επίσημη, την κρατική δημοτική μας πληροφορεί ότι αυτή του «θυμίζει αρκετά μια μιξοκαθαρεύουσα, επενδυμένη, όμως, με την τυπολογία της δημοτικής –πρόκειται, δηλαδή, για μια μιξοδημοτική. Σημεία και τέρατα γράφονται κάθε μέρα σε δημόσια (ή μη) έγγραφα, φράσεις κακόηχες, με νοήματα πρωτοφανούς εκφραστικής ρηχότητας και γλωσσικής ένδειας» (σελ. 198).
Εν συνεχεία, καταφερόμενος κατά του μονοτονικού συστήματος γραφής, με το οποίο, προφανώς και καταφανώς, διαφωνεί, καταλήγει: «Δεν καταλαβαίνω, δηλαδή, γιατί τα χρόνια και τα εκατομμύρια κείμενα, που γράφτηκαν και τυπώθηκαν από τα Αλεξανδρινά χρόνια και δώθε, δεν στοιχειοθετούν καμιά παράδοση και δεν δημιουργούν κανενός είδους δεδικασμένο» (σελ. 201).
Κατά του μονοτονικού συστήματος γραφής και της ολιγωρίας των φιλολόγων και το επόμενο κείμενο, το «Γλώσσας εγκώμιο». Τα θέματα που θίγει όμως αυτό, και όσα άλλα δεν μπορέσαμε ή δεν προλάβαμε να σχολιάσουμε σ’ αυτήν εδώ τη βιβλιοκρισία, θα μας πήγαιναν πολύ μακριά, αν τα συζητούσαμε και αυτά, έστω και ακροθιγώς, και μια κριτική παρουσίαση θα ήταν εντελώς παράλογο, για να αστειευτώ κι εγώ με τη σειρά μου, να δημοσιευτεί σε συνέχειες, όπως οι μυθιστορηματικές επιφυλλίδες των εφημερίδων, για τις οποίες μιλήσαμε λίγο πιο πριν, με ήρωες ληστές ή άλλα σπουδαία πρόσωπα ιστορικού ενδιαφέροντος.
Καιρός να τελειώνουμε, λοιπόν, με την τελική υπόμνηση προς τους αναγνώστες πως, για τα θέματα που θίξαμε, ή και που δεν θίξαμε καθόλου, ο κάθε αναγνώστης του βιβλίου θα πρέπει να σκύψει και να εντρυφήσει, με τη μέγιστη δυνατή προσοχή, στο ίδιο το βιβλίο, το οποίο, άλλωστε, προσφέρεται και για διάλογο, συζήτηση, αντίκρουση, λόγω, ίσως, και του εριστικού και, ενίοτε, αφοριστικού ύφους των κειμένων, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αλφειός, τεύχος 3, Φθινόπωρο του 1994. Πύργος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου